Η εφορία ή τα ασφαλιστικά ταμεία δεν μπορούν να προβαίνουν σε κατασχέσεις χρημάτων που βρίσκονται σε Τραπεζικούς λογαριασμούς λόγω οφειλών, εάν προηγουμένως δεν έχει ενημερωθεί ο οφειλέτης, προκειμένου να μπορεί να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέτρα ενώπιον των δικαστηρίων ή να εξοφλήσει την οφειλή του...
Αυτή η απόφαση του ΣτΕ αλλάζει τα δεδομένα
Το φαινόμενο των άδειων λογαριασμών πρέπει να πα΄ρει τέλος όπως αποφάνθηκε το ΣτΕ αν και παρέπεμψε το θέμα σε νέα συνεδρίαση.
Στην απόφασή του πάντως το ΣτΕ αναφέρει:
«Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου δια κατασχετηρίου εγγράφου μη κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην». Δηλαδή, σε περίπτωση «κατασχέσεως εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, δεν απαιτείται η κοινοποίηση στον τελευταίο του κατασχετηρίου εγγράφου».
Στη συνέχεια οι δικαστές υπογραμμίζουν, ότι «η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη ως αντικειμένη στην διάταξη του άρθρου 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, διότι η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη λαμβάνει γνώση ή να λαμβάνει καθυστερημένα γνώση της εις βάρος του επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικώς προ της ολοκληρώσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα είτε για την ακύρωση, είτε για την αναστολή της πράξεως εκτελέσεως». Στο σημείο αυτό αναφέρονται παλαιότερες αποφάσεις του δικαστηρίου που είχαν το ίδιο.
Αναλυτικότερα, το ΣτΕ το απασχόλησε περίπτωση διευθύνοντα συμβούλου Ανώνυμης Εταιρείας η οποία σήμερα δεν υφίσταται (έχει λυθεί).
Σε βάρος του διευθύνοντα συμβούλου συντάχθηκε έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως από τον προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών. Η κατάσχεση αφορούσε σε απαιτήσεις του ΙΚΑ για οφειλές της πρώην Α.Ε. ύψους 565.392,73 ευρώ. Η κατάσχεση έγινε επί της σύνταξης του τέως διευθύνοντα συμβούλου και για ποσό ύψους 17.683 ευρώ.
Το γεγονός της κατάσχεσης του επίμαχου ποσού από τον Τραπεζικό λογαριασμό του, ο διευθύνων σύμβουλος το πληροφορήθηκε τυχαία μετά από εννέα μήνες όταν πήγε στην Τράπεζα να προβεί σε ανάληψη χρημάτων.
Κατόπιν αυτών, ο διευθύνων σύμβουλος άσκησε ανακοπή κατά της έκθεσης κατάσχεσης.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο και Εφετείο Αθηνών, δικαίωσαν τον διευθύνοντα σύμβουλο. Τα δύο αυτά δικαστήρια ερμηνεύοντας «τις διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εδέχθη, ότι η έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως εις χείρας τρίτου και εις βάρος οφειλέτου του Δημοσίου πρέπει να κοινοποιείται και στον καθ' ού η εκτέλεση, ούτως ώστε αυτός να δυνηθεί να στραφεί με τα ένδικα μέσα που του παρέχει ο νόμος κατά της οικείας πράξεως, επιδιώκων την ακύρωση ή την μεταρρύθμιση αυτής ή να προβεί στην ρύθμιση του χρέους και ότι ενδεχομένη παράλειψη της κοινοποιήσεως αυτής οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως εκτελέσεως, εφ' όσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός της μη εγκαίρου περιελεύσεως εις γνώση του τού περιεχομένου αυτής και ακύρωσε την ανωτέρω έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως».
Το Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της εφετειακής απόφασης που δικαίωσε τον διευθύνοντα σύμβουλο, αλλά το ΣΤ Τμήμα του ΣτΕ έκρινε, ότι η απόφαση του Εφετείου είναι νόμιμη και παρέπεμψε την υπόθεση στην μείζονα σύνθεση του ίδιου Τμήματος για να κριθεί και πάλι.