Γράφει ο Στράτος Παπαδημητρίου
Πώς χάνεται η αλήθεια στη συζήτηση για τις περικοπές....
Παρακολουθώντας τη συζήτηση στη Βουλή για το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και για τον προϋπολογισμό καθώς και το θέμα που προέκυψε με τους μισθούς των βουλευτών και τα προνόμια των εργαζομένων στην Βουλή, ήρθε στο μυαλό μου η φράση που αποδίδεται στον πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Βενιαμίν Ντισραέλι (19ος αιώνας) ότι υπάρχουν «ψέματα, καταραμένα ψέματα και στατιστικές» .
Η κάθε πλευρά, χρησιμοποιώντας επιλεκτικά μόνο τα στοιχεία που τη βολεύουν και παραβλέποντας ή αγνοώντας στοιχεία που δεν τη συμφέρουν, προσπαθεί να πείσει για την ορθότητα των επιχειρημάτων της.
Βλέπει μόνο αυτό που θέλει να δει και προσπαθεί να πείσει το ακροατήριο να είναι το ίδιο τυφλό. Ετσι, για παράδειγμα, κάποιοι αναφέρονται συνεχώς στο «μεγάλο» επίτευγμα της μείωσης του χρέους μέσω του PSI, αγνοώντας επιλεκτικά ότι ένα σημαντικό ποσοστό προήλθε από δανειστές του εσωτερικού, δηλαδή τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και ιδιώτες μικροομολογιούχους, οι οποίοι είδαν την αξία των επενδύσεων και αποταμιεύσεών τους να εξανεμίζεται.
Κάποιοι άλλοι προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τα «προνόμιά» τους αποφεύγουν να αναφερθούν στον πραγματικό τους μισθό, δίνοντας στοιχεία μόνο για τον «καθαρό» μισθό τους αφού έχουν αφαιρέσει όλες τις κρατήσεις ακόμα και αυτές που κάνουν οικειοθελώς, όπως για παράδειγμα το ποσό που δίνουν οι βουλευτές στα κόμματά τους. Αφαιρούν δε και τις κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών τους ταμείων, οι οποίες όμως επιστρέφουν στους ίδιους αργότερα με τη μορφή μεγαλύτερων συντάξεων και εφάπαξ.
Η πρακτική αυτή θα μπορούσε να συγκριθεί με την τακτική μερικών επιτηδευματιών οι οποίοι προκειμένου να προσελκύσουν τον πελάτη δίνουν μια χαμηλή προσφορά, αλλά όταν φτάνει η ώρα της πληρωμής τότε διευκρινίζουν ότι για να χορηγήσουν απόδειξη θα πρέπει να προσθέσουν τον ΦΠΑ.
Μια άλλη πρακτική - που συχνά ακολουθούν οι κατηγορίες των καλά αμειβομένων - είναι να αναφέρουν ότι υπέστησαν σημαντική μείωση στα εισοδήματά τους χωρίς να αναφέρουν σε απόλυτα μεγέθη τον μισθό που τελικώς λαμβάνουν.
Οσο χρήσιμο και αν είναι το ποσοστό μείωσης, δεν επαρκεί για να βγάλει κάποιος συμπέρασμα ως προς την οικονομική κατάσταση του διαμαρτυρομένου, καθώς αποκρύπτεται το σημείο εκκίνησης.
Τα φαινόμενα αυτά προφανώς και αφορούν και άλλες πτυχές του δημόσιου βίου της χώρας και ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την πορεία της.
Στο παρελθόν τουλάχιστον οι συνδικαλιστικές ηγεσίες και οι διοικήσεις στις ΔΕΚΟ επίσης γνώριζαν πολύ καλά πώς να παρουσιάζουν τα δεδομένα με τρόπο που να φαίνονται μικρότερες οι αποδοχές τους και οι αυξήσεις που ελάμβαναν. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το τέχνασμα με τις ουρές.
Αν υποθέσουμε ότι η οδηγία από το υπουργείο ήταν να δοθεί αύξηση 5% για το έτος, μια συνηθισμένη πρακτική ήταν εργαζόμενοι να διεκδικούν και κάποιες διοικήσεις να συμφωνούν, για να έχουν την εύνοια των συνδικαλιστών, η αύξηση αυτή να μη δοθεί από την αρχή του έτους. Ετσι, θα μπορούσε να δοθεί για παράδειγμα μια αύξηση 10% από την 1η Ιουλίου, η οποία θα ισοδυναμούσε με αύξηση 5% για το σύνολο του έτους.
Η πρακτική αυτή δεν μετέβαλε τα οικονομικά δεδομένα για το τρέχον έτος, δημιουργούσε όμως μια ουρά καθώς ενσωμάτωνε μια πρόσθετη αύξηση 5% στους μισθούς για το επόμενο έτος, καθώς ο μισθός του μηνός Ιανουαρίου του επόμενου έτους θα ήταν αυξημένος κατά 10% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Θα υπήρχε δηλαδή αύξηση της μισθολογικής δαπάνης κατά 5% για την επόμενη χρονιά ακόμα και αν υπήρχε πάγωμα μισθών για το δεύτερο έτος.
Ετσι, η μεν διοίκηση του οργανισμού παρουσίαζε ότι τήρησε τις οδηγίες του υπουργείου Οικονομικών, οι δε εργαζόμενοι μπορούσαν να ισχυριστούν στην κοινή γνώμη ότι πήραν μόνο όση αύξηση όρισε το υπουργείο.
Μια άλλη παθογένεια συνδέεται με τη μικρόθωρη, από πλευράς κυβερνώντων, θεώρηση των προβλημάτων σε μια προσπάθεια ανεύρεσης εύκολων λύσεων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ευρύτερες επιπτώσεις. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πριν από πολλά χρόνια πώς ένας υπουργός είχε πεισθεί από το επιχείρημα των συνδικαλιστών ότι οι δαπάνες μισθοδοσίας θα μπορούσαν να περικοπούν αν οι εργαζόμενοι έβγαιναν στη σύνταξη δύο χρόνια νωρίτερα.
Ο ισχυρισμός ήταν ότι με τον τρόπο αυτό ο οργανισμός θα απέφευγε να πληρώνει εργαζόμενους με πολλά έτη προϋπηρεσίας και επομένως μεγαλύτερους μισθούς και, έτσι, θα υπήρχε μείωση του κόστους καθώς οι νεοπροσλαμβανόμενοι θα κόστιζαν λιγότερα.
Βέβαια, κανείς δεν σκέφτηκε ποια θα ήταν η επίδραση αυτή στους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Φαίνεται όμως ότι την πρακτική αυτή ζήλεψαν πολλοί άλλοι αργότερα, οι οποίοι παρουσίασαν ως επίτευγμα τη μείωση δαπανών σε έναν οργανισμό μέσω της εφαρμογής προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου για εργαζόμενους ακόμα και κάτω των 50 ετών, μειώνοντας μεν τις δαπάνες του οργανισμού αυτού, επιβαρύνοντας όμως δυσανάλογα τα ασφαλιστικά ταμεία.
Από ό,τι προκύπτει, ο Ντισραέλι μάλλον είχε δίκιο ότι υπάρχουν «ψέματα, καταραμένα ψέματα και στατιστικές».
Ο Στράτος Παπαδημητρίου είναι καθηγητής Συστημάτων Μεταφορών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά