Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Ανεμογεννήτριες και πράσινη ανάπτυξη - Οι κρυφές επιπτώσεις στο περιβάλλον

Tους τελευταίους μήνες ολοένα και περισσότερο ακούμε τον όρο «πράσινη ανάπτυξη», την παραγωγή, δηλαδή, ενέργειας με μεθόδους φιλικές προς το περιβάλλον.

Σε ολόκληρη την ελληνική επαρχία επικρατεί κυριο­λεκτικά φρενίτιδα!!!...


Γιγάντιες ανεμογεννήτριες τοποθετούνται αλόγιστα σε βουνοκορφές και νησιά και χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης παραμένουν σε αγρανάπαυση για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών. Η πράσινη ανάπτυξη σε όλο της το μεγαλείο.

Μόνο που, όπως θα αποδειχτεί και στη συνέχεια, φαίνεται ότι τελικά η πράσινη ανάπτυξη μόνο πράσινη δεν είναι.

Οι επιπτώσεις της στο περιβάλλον είναι σημαντικές και αρκετοί είναι αυτοί που είτε σκόπιμα είτε από λανθασμένη αντίληψη τις αγνοούν. Οι μέθοδοι αυτές παραγωγής ενέργειας έχουν κατά έναν παράξενο τρόπο αγιοποιηθεί και στην επαρχία έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία γύρω από την πράσινη ανάπτυξη, που αγνοεί προκλητικά τις όποιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Η περίπτωση των ανεμογεννητριών είναι χαρακτηριστική. Τους τελευταίους μήνες τεράστιες ανεμογεννήτριες, που φτάνουν ακόμη και τα 110 μέτρα ύψος, ξεφυτρώνουν σε νησιά και βουνοκορφές.

Η άγρια φύση υποδέχεται τους σιδερένιους γίγαντες δίχως κανείς να αναλογιστεί τις συνέπειες, οι οποίες μόνο αμελητέες δεν είναι.

Η αλόγιστη τοποθέτησή τους δίχως σχέδιο προκαλεί σημαντικότατες επιπτώσεις στο μικροκλίμα της περιοχής. Οι ειδικοί το επιβεβαιώνουν. Όπως επισημαίνει στα «Επίκαιρα» ο φυσικός κ. Μιχάλης Γρίβας, «η τοποθέτηση των ανεμογεννητριών στις κατά τόπους περιοχές χωρίς να τηρούνται οι προβλεπόμενοι όροι επηρεάζει αρνητικά το μικροκλίμα της περιοχής».

Πιο απλά, πριν από την κατασκευή ενός οποιουδήποτε αιολικού πάρκου, εκπονείται μία Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), η οποία αφορά στην προστασία του μικροκλίματος της περιοχής. Η μελέτη καθορίζει με συγκεκριμένο τρόπο τη διάταξη των ανεμογεννητριών ανάλογα με την περιοχή αλλά και με τη δύναμή τους, ούτως ώστε οι επιπτώσεις στο μικροκλίμα της περιοχής να ελαχιστοποιούνται. Κάτι τέτοιο όμως σπανίως τηρείται στην Ελλάδα.

Οι ανεμογεννήτριες εγκαθίστανται παντού και πάντα δίχως να τηρηθεί το οποιοδήποτε σχέδιο

Άλλωστε, μπροστά στα εκατομμύρια ευρώ των επενδύσεων τέτοιες μικρολεπτομέρειες θεωρούνται ασήμαντες. Ωστόσο, ο επηρεασμός του μικροκλίματος μόνο ασήμαντος δεν είναι. «Το μικροκλίμα μπορεί να επηρεαστεί ακόμη και σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου από το σημείο εγκατάστασης των ανεμογεννητριών», τονίζει στα «Επίκαιρα» ο κ. Γρίβας.

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Καταρχάς πρώτη και κύρια επίπτωση στο περιβάλλον είναι η δημιουργία άνυδρων χειμώνων. Η λειτουργία των γιγαντιαίων ανεμογεννητριών σε συνθήκες υψηλών μποφόρ δεν επιτρέπει τη δημιουργία χιονιού στις βουνοκορφές. Το αποτέλεσμα είναι να μειώνεται σημαντικά ο υδροφόρος ορίζοντας και να επηρεάζονται οι καλλιέργειες. Πολύτιμοι υδροφόροι πόροι χάνονται όχι από φυσικά αίτια, αλλά τεχνητά.

Και το πλέον οξύμωρο, από μορφές ενέργειας φιλικές προς το περιβάλλον. Εάν κατά την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών δεν τηρηθούν οι απαραίτητες δεσμεύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, τότε η λειψυδρία θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Μία άλλη επίπτωση που προκαλεί ο επηρεασμός του μικροκλίματος είναι και η συχνή εμφάνιση ανεμοστρόβιλων. Η περίπτωση των χωριών του Παναχαϊκού Όρους είναι χαρακτηριστική. Κάτοικοι και φορείς διαμαρτύρονται ότι πολλές φορές κάνουν την εμφάνισή τους ανεμοστρόβιλοι. Κάτι που, όπως σημείωνε χαρακτηριστικά στα «Επίκαιρα» κάτοικος της περιοχής μεγάλης ηλικίας, «πολύ σπάνια συνέβαινε κατά το παρελθόν». Τα λόγια του κ. Γρίβα μαρτυρούν την αλήθεια: «Ο επηρεασμός του μικροκλίματος μπορεί να δημιουργήσει ανεμοστρόβιλους», αναφέρει.

Διάβρωση εδαφών και βιοποικιλότητα

Ο επηρεασμός όμως του μικροκλίματος από την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών δεν είναι και η μοναδική επίπτωση. Όπως επισημαίνει στα «Επίκαιρα» ο επίκουρος καθηγητής Δασολογίας του ΤΕΙ Λαμίας κ. Ιωάννης Ραυτογιάννης, «οι επιπτώσεις από την εγκατάσταση ανεμογεννητριών είναι σημαντικές, τόσο σε αισθητικό αλλά και σε περιβαλλοντικό επίπεδο».

Καταρχάς, η αλόγιστη εγκατάσταση των ανεμογεννητριών-τεράτων στις ελληνικές βουνοκορφές, έχει ως αποτέλεσμα την αισθητική υποβάθμιση των τοπίων. Πολλές περιοχές, όπως για παράδειγμα η Ευρυτανία, διαθέτουν μοναδικά τοπία, τα οποία αποτελούν πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες. Αρκετοί είναι αυτοί που Σαββατοκύριακα και καθημερινές εγκαταλείπουν τις μεγαλουπόλεις προκειμένου να απολαύσουν από κοντά τη σπάνια φυσική ομορφιά, που οι ανεμογεννήτριες-τέρατα στερούν από τους επισκέπτες.

«Φανταστείτε τη θέα των βουνών με εγκατεστημένες τις τεράστιες ανεμογεννήτριες. Η όψη τους και μόνο υποβαθμίζει αισθητικά το τοπίο», σημειώ­νει στα «Επίκαιρα» ο κ. Ραυτογιάννης. Κάτι τέτοιο μεταφράζεται αυτόματα σε μείωση της τουριστικής κίνησης στην περιοχή και απώλεια εσόδων αρκετών χιλιάδων ευρώ. Η φυσική ομορφιά των τοπίων που γοήτευε τους επισκέπτες θα αποτελεί παρελθόν.

Εκτός όμως από την αισθητική υποβάθμιση, ιδιαίτερα σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον και στη βιοποικιλότητα της περιοχής, κυρίως από τα έργα εγκατάστασης των ανεμογεννητριών. Μπορεί η σχετική νομοθεσία που διέπει τα έργα υποδομής να περιλαμβάνει ρυθμίσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, όμως αυτές πουθενά δεν τηρούνται. Μετά την ανάληψη των έργων από τους κατά τόπους εργολάβους, η περιβαλλοντική προστασία παραπέμπεται στις καλένδες… ελέω κόστους.

Τα λόγια του κ. Ραυτογιάννη είναι χαρακτηριστικά.
«Σε κανένα έργο υποδομής μέχρι στιγμής δεν τηρήθηκε η νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος», σημειώνει. Τα αποτελέσματα είναι δραματικά. Σπάνια και ευαίσθητα είδη ζώων και φυτών, αλλά και μοναδικοί βιότοποι θα οδηγηθούν στον αφανισμό. Η τροφική αλυσίδα και τα οικοσυστήματα των περιοχών θα διαταραχθούν με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Ήδη τα πρώτα δείγματα στην ελληνική ύπαιθρο δεν είναι και τα καλύτερα. Σημαντικές επιπτώσεις στους ντόπιους πληθυσμούς προκαλεί επίσης και ο θόρυβος από τη λειτουργία των ανεμογεννητριών. Σε πολλές περιοχές της χώρας οι κάτοικοι διαμαρτύρονται έντονα και αντιδρούν στην όποια εγκατάσταση.

Φωτοβολταϊκά και «έρημος»

Εκτός όμως από τις ανεμογεννήτριες, ούτε και η εγκατάσταση των φωτοβολταϊκών σε γεωργικές εκτάσεις θα πρέπει να θεωρείται και τόσο αθώα. Η συγκεκριμένη πηγή ανανεώσιμης ενέργειας, προκειμένου να εγκατασταθεί, χρειάζεται αρκετά στρέμματα γης. Είναι χαρακτηριστικό ότι για κάθε 100 κιλοβάτ παραγωγής απαιτούνται γύρω στα 15 στρέμματα γης, τα οποία μετατρέπονται ουσιαστικά σε «έρημο». Η ανάπτυξη χλωρίδας κρίνεται απαγορευτική, καθώς και ο κίνδυνος πυρκαγιάς είναι υπαρκτός. Την ίδια ώρα η ανάπτυξη βλάστησης εμποδίζει και τη μεταφορά ηλιακής ενέργειας, λόγω της σκίασης των πανέλς. Το αποτέλεσμα είναι ολόκληρες εκτάσεις να μοιάζουν με «κρανίου τόπο», αντί να παράγουν καρπούς.

Επιπλέον, η διάβρωση του εδάφους θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Οι ποσότητες τσιμέντου που θα χρειαστούν για την εγκατάστασή τους ανέρχονται σε τόνους. Ολόκληρες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης θα «ποτιστούν» με τσιμέντο.

Αποτέλεσμα; Η παραγωγή ανύπαρκτη. Αντί να καλλιεργούνται τα εδάφη, μετατρέπονται σε αδρανοποιημένες «ερήμους»

Αν η επέκταση, δε, των φωτοβολταϊκών συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια με αμείωτους ρυθμούς, τότε τα στρέμματα γης που θα μετατραπούν σε… Γκραν Κάνιον θα ξεπεράσουν κάθε όριο. Η αλλοίωση του περιβάλλοντος, όπως και η αισθητική του υποβάθμιση, θα είναι μοναδική. «Το θέαμα του να αντικρίζει κανείς ολόκληρες εκτάσεις με τσιμέντο περικυκλωμένες από συρματοπλέγματα σαν να πρόκειται για στρατόπεδα, δεν είναι και ό,τι καλύτερο», τονίζει στα «Επίκαιρα» ο κ. Ραυτογιάννης.

Στο μεταξύ, με τις ανανεώσιμες αυτές μορφές ενέργειας τίθεται και ένα άλλο ζήτημα. 


Ο χρόνος ζωής τους μόνο υψηλός δεν μπορεί να θεωρηθεί καθώς, σύμφωνα με τον κ. Ραυτογιάννη, «δεν ξεπερνά τα 20 με 25 χρόνια». Και το ερώτημα είναι τι θα συμβεί τις επόμενες δεκαετίες στην ελληνική ύπαιθρό. Τεράστιες εκτάσεις θα βρεθούν ξαφνικά με άχρηστους τόνους σκουριασμένου σίδερου και τσιμέντου με δραματικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Η εγκατάλειψή τους θα είναι μοναδική. Κανείς δεν πρόκειται να απεγκαταστήσει από τις βουνοκορφές αλλά και τις γεωργικές εκτάσεις όλες αυτές κατασκευές.

Το τεράστιο κόστος θα είναι αποτρεπτικό για οποιονδήποτε μέσο ιδιώτη. Το φάντασμα της μετατροπής μοναδικών παρθένων τοπίων σε απέραντα νεκροταφεία σιδερικών και τσιμέντων πλανάται απειλητικά. Η αλόγιστη επέκταση δίχως κάποιο κεντρικό σχεδιασμό οδηγεί με γεωμετρική ακρίβεια στην περιβαλλοντική υποβάθμιση.

«Ομερτά» μεταξύ οικολόγων και επιστημόνων

Εντούτοις, μεγάλη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι για τις όποιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η πράσινη ενέργεια στην Ελλάδα δεν μιλά κανείς. Η «ομερτά» μεταξύ οικολόγων, περιβαλλοντολόγων αλλά και λοιπών επιστημόνων είναι χαρακτηριστική. Ουδείς τολμά να μιλήσει για την κρυφή πλευρά της «Greek» πράσινης ανάπτυξης. Όπως σημειώνει στα «Επίκαιρα» ο κ. Ραυτογιάννης, «η πράσινη ανάπτυξη στην Ελλάδα έχει κατά έναν παράξενο τρόπο αγιοποιηθεί».

Ελάχιστοι είναι αυτοί που κατά καιρούς τόλμησαν να θίξουν τις όποιες επιπτώσεις στο περιβάλλον, αλλά και πάλι σε μικρό βαθμό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση φυσικού περιβαλλοντολόγου από την Κρήτη, ο οποίος κατά καιρούς έχει θίξει τις αρνητικές συνέπειες των ανεμογεννητριών. Ο ίδιος, αν και αναφέρει κάποια μειονεκτήματα, εντούτοις δεν μιλά καθόλου για τον επηρεασμό του μικροκλίματος. Κάτι που συνιστά από μέρους του είτε άγνοια είτε σκόπιμη αποσιώπηση.

Τα «Επίκαιρα» για το θέμα επικοινώνησαν με το βουλευτή Αττικής της ΝΔ και μέλος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προστασίας του Περιβάλλοντος κ. Νίκο Καντερέ. Ο ίδιος σε απάντησή του ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «η όποια μικρή επιβάρυνση –εάν υπάρχει, και μόνο από τις ανεμογεννήτριες– στο μικροκλίμα της συγκεκριμένης περιοχής τοποθέτησής τους δεν είναι συγκρίσιμη με την επιβάρυνση που δέχεται η ίδια περιοχή αλλά και ολόκληρο το περιβάλλον από την καύση του λιγνίτη». Και μπορεί όντως ο κ. Καντερές να έχει δίκιο. Οι ανεμογεννήτριες είναι σαφώς πιο φιλικές προς το περιβάλλον από ό,τι οι παραδοσιακές μορφές ενέργειας, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προκαλούν επιπτώσεις.

Τι ισχύει στο εξωτερικό

Σε αντίθεση με την Ελλάδα και τη χωρίς σχέδιο επέκταση των ΑΠΕ, στο εξωτερικό η πράσινη ανάπτυξη γίνεται με διαφορετικούς όρους, σαφώς πιο φιλικούς προς το περιβάλλον. Τα περισσότερα αιολικά πάρκα κατασκευάζονται σε θαλάσσιες περιοχές και όχι σε βουνοκορφές πανέμορφων τοπίων. Τα «Επίκαιρα» σήμερα παρουσιάζουν την κατάσταση που επικρατεί σε μια σειρά από χώρες του εξωτερικού, όπου γίνεται σαφές πως η πράσινη ανάπτυξη γίνεται οργανωμένα και στα πλαίσια του απόλυτου σεβασμού του περιβάλλοντος.

Δανία

Με την πρωτεύουσά της την Κοπεγχάγη να είναι στην κορυφή των «πράσινων» πόλεων στην Ευρώπη –στοιχείο στατιστικής έρευνας που παρουσίασε η εταιρεία Siemens στη Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών που διεξήχθη στην πόλη–, η Δανία ενστερνίστηκε από νωρίς την πράσινη ανάπτυξη και δη την αιολική ενέργεια.

Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, μέχρι το 2020 θα υπάρχουν στο θαλάσσιο χώρο της Δανίας περίπου 2.000 ανεμογεννήτριες. Η αναμενόμενη ενεργειακή παραγωγή τους θα αγγίζει τα 6.000 MW. Μέχρι στιγμής στη Βόρεια Θάλασσα υπάρχουν δύο αιολικά πάρκα αποτελούμενα από 96 ανεμογεννήτριες και παραγωγή 228 ΜW.

Επιπλέον, η Δανία καλύπτεται και από επίγειες ανεμογεννήτριες που παράγουν 4.000 ΜW ετησίως. Βάσει αυτών των στοιχείων, έως το 2020 η χώρα θα καλύπτει μέχρι και 20% των αναγκών μόνον από την αιολική ενέργεια.

Γερμανία


Στη Γερμανία, η αιολική ενέργεια συνεισφέρει το 7% στη συνολική ανάγκη και κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος. Αν και οι ανεμογεννήτριές της ξεπερνούν τις 21.000, η χώρα έχει σκοπό να συνεχίσει με την τοποθέτηση ακόμα περισσότερων. Και σ’ αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί πως ένας από τους κύριους λόγους είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας και όχι μόνο η στροφή προς ηπιότερες μορφές ενέργειας. Ο κλάδος απασχολεί 100.000 εργαζόμενους στους τομείς τοποθέτησης, λειτουργίας και συντήρησης των γεννητριών.

Επιπροσθέτως, η Γερμανία είναι μία από τις εξαγώγιμες δυνάμεις στις αιολικές τουρμπίνες. Το 2009, οι εξαγωγές ανεμογεννητριών έφτασαν το 80% με τζίρο μεγαλύτερο των 8 δις ευρώ. Τέλος, το 2006, το Βρανδεμβούργο έγινε «κατοικία» της υψηλότερης ανεμογεννήτριας παγκοσμίως που αγγίζει τα 160 μέτρα, ενώ η διάμετρος της τουρμπίνας της είναι 90 μέτρα.

Μεγάλη Βρετανία

Εδώ τα νούμερα αυξάνονται αισθητά, με τη Μεγάλη Βρετανία να μπορεί να υπερηφανευτεί για την παραγωγή παραπάνω από 5 GW ετησίως. Βέβαια, η υπερηφάνεια σχετίζεται και με την πρωτιά που κατάφερε να «κλέψει» η χώρα από τη Δανία, όταν το 2008 έγινε το κράτος με τις περισσότερες θαλάσσιες ανεμογεννήτριες παγκοσμίως – το μεγαλύτερο θαλάσσιο πάρκο βρίσκεται στα ανοιχτά του Κεντ. Τα πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο από τον Απρίλιο του 2010, όταν στα ήδη υπάρχοντα αιολικά πάρκα προστέθηκαν ακόμα τρία.

Στη Βρετανία είναι πολλά τα επίγεια αιολικά πάρκα, με μεγαλύτερα αυτά της Κορνουάλης, της Σκωτίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Παρ’ όλα αυτά, οι τοπικές Αρχές διατηρούν επιφυλακτική στάση, δίνοντας άδεια δημιουργίας πάρκων μόλις στο 40% των αιτούντων. Κι αυτό διότι ακόμα υπάρχουν ζητήματα υγείας, βιορυθμών, αλλά και επηρεασμού του τουρισμού στις ανάλογες περιοχές, που παραμένουν άλυτα ή θεωρούνται επιζήμια.

Τα θαλάσσια πάρκα, πάντως, είναι ιδιαίτερα επιτυχή και προσοδοφόρα. Ως αποτέλεσμα, η Βρετανία έχει θέσει στόχο την τοποθέτηση 7.500 ανεμογεννητριών έως το 2020 για την κάλυψη του 15% των ετήσιων ενεργειακών αναγκών της. Κι αυτό ώστε να ικανοποιήσει τα κριτήρια που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε χώρες της που ενεργοποιούνται στην παραγωγή αιολικής ενέργειας.

Ολλανδία


Η θέση της Ολλανδίας και οι δυνατοί άνεμοι που τη χτυπούν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους βοήθησαν στο να αναδεχτεί σε ευρωπαϊκή δύναμη στην παραγωγή αιολικής ενέργειας. Με 59 τουρμπίνες στη Βόρεια Θάλασσα, 75 χιλιόμετρα μακριά από την ακτή του Callantsoog, η Ολλανδία προσβλέπει στον τίτλο της χώρας με το μεγαλύτερο θαλάσσιο αιολικό πάρκο στον κόσμο. Τίτλος που επίσης διεκδικούν η Μεγάλη Βρετανία, η Νότια Κορέα και οι ΗΠΑ στη Βόρεια Καρολίνα.

Σίγουρα ασχέτως εάν θα «κερδίσει» ή όχι, η Ολλανδία είναι μία από τις ευρωπαϊκές χώρες που σέβονται πολύ τόσο την αιολική ενέργεια όσο και το ηπειρωτικό κομμάτι της χώρας τους. Έτσι, έχει οδηγηθεί στην εκμετάλλευση της θαλάσσιας περιοχής της πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η Βρετανία παρόλο που αριθμητικά –σε σχέση με τα θαλάσσια αιολικά πάρκα– κερδίζει η δεύτερη.

Ισπανία


Αν και η Ισπανία κατέχει την τέταρτη θέση στην παραγωγή αιολικής ενέργειας παγκοσμίως, τα «Επίκαιρα» την αναφέρουν τελευταία λόγω δύο σημαντικών ιδιαιτεροτήτων της. Η πρώτη έχει να κάνει με το ότι είναι η μόνη από τις ευρωπαϊκές χώρες που έχει δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στα ηπειρωτικά αιολικά πάρκα.

Η δεύτερη έρχεται να συμπληρώσει την προαναφερθείσα διότι, αν και γίνονται μελέτες για θαλάσσια αιολικά πάρκα, οι πολίτες και οι τοπικές Αρχές αντιτίθενται στη δημιουργία τους. Η τοποθέτηση θαλάσσιων ανεμογεννητριών προσκρούει σε επιχειρήματα που μιλούν για μείωση του τουρισμού στις παράλιες περιοχές, για ενοχλητικό θόρυβο που θα προκληθεί από τη λειτουργία των γεννητριών, αλλά και για παρενόχληση των αποδημητικών πτηνών και των παρατηρητών τους.

Βάσει των παραπάνω, η Ισπανία είναι η μοναδική χώρα πανευρωπαϊκά που… φέρνει αντιρρήσεις στη δημιουργία θαλάσσιων αιολικών πάρκων. Αντιρρήσεις που συνήθως «πάνε πακέτο» με τα επίγεια πάρκα του είδους.

Ο Εκατοντάδες είναι ήδη οι εταιρείες στην Ελλάδα, εισαγωγικές, κατασκευαστικές και μελετών, όπως και μεσάζοντες που πίστεψαν ότι ανακάλυψαν ένα νέο Ελντοράντο στην περίφημη πράσινη ανάπτυξη, δηλαδή την εκμετάλλευση της αιολικής και ηλιακής ενέργειας. Το έναυσμα το έδωσε ο νέος νόμος για την πράσινη ανάπτυξη, αλλά και οι προτροπές της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού που ανήγαγε το θέμα σε «εθνικό στόχο» και σε πανάκεια για τα οικονομικά προβλήματα των νοικοκυριών αλλά και της εθνικής οικονομίας. Έτσι από το πουθενά, εν μία νυκτί σχεδόν, ξεφύτρωσαν εκατοντάδες εταιρείες που αναλαμβάνουν να εγκαταστήσουν σε σπίτια, χωράφια, βουνά κ.λπ. κάθε είδους εναλλακτική πηγή ενέργειας. Πόσο «πράσινη» είναι όμως και πόσο «ανάπτυξη»;

Ο μύθος του σίγουρου κέρδους των φωτοβολταϊκών

Εκατοντάδες είναι ήδη οι εταιρείες στην Ελλάδα, εισαγωγικές, κατασκευαστικές και μελετών, όπως και μεσάζοντες που πίστεψαν ότι ανακάλυψαν ένα νέο Ελντοράντο στην περίφημη πράσινη ανάπτυξη, δηλαδή την εκμετάλλευση της αιολικής και ηλιακής ενέργειας. Το έναυσμα το έδωσε ο νέος νόμος για την πράσινη ανάπτυξη, αλλά και οι προτροπές της κυβέρνησης ,που ανήγαγε το θέμα σε «εθνικό στόχο» και σε πανάκεια για τα οικονομικά προβλήματα των νοικοκυριών αλλά και της εθνικής οικονομίας. Έτσι από το πουθενά, εν μία νυκτί σχεδόν, ξεφύτρωσαν εκατοντάδες εταιρείες που αναλαμβάνουν να εγκαταστήσουν σε σπίτια, χωράφια, βουνά κ.λπ. κάθε είδους εναλλακτική πηγή ενέργειας. Πόσο «πράσινη» είναι όμως και πόσο «ανάπτυξη»;

Τα περιβαλλοντικά προβλήματα έχουν αναπτυχθεί ήδη. Εδώ θα αναλυθούν μερικοί μόνο παράγοντες αναφορικά με την ανάπτυξη και τις γενικότερες οικονομικές επιπτώσεις. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Η αιολική και ηλιακή ενέργεια, που πράγματι είναι σημαντικοί παράγοντες αξιοποίησης, θα έπρεπε να είχαν αναπτυχθεί εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα μας. Ωστόσο, ούτε σε ερευνητικό ούτε σε επίπεδο παραγωγικής διαδικασίας και ανάπτυξης έγινε τίποτα μέχρι σήμερα.

Αντίθετα, σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, που δεν έχουν ούτε στο ελάχιστο τη δική μας ηλιοφάνεια ούτε τη δυναμική του αέρα, εδώ και πολλά χρόνια υπήρξε συστηματική έρευνα και στη συνέχεια αξιοποίηση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν οικονομικά οφέλη, χωρίς βέβαια να θίγεται, αφενός, το περιβάλλον και, αφετέρου, η συνολική παραγωγική διαδικασία. Μοναδική ίσως εξαίρεση που έφερε τη χώρα μας στην πρωτοκαθεδρία ήταν οι ηλιακοί θερμοσίφωνες.

Το μείζον, βέβαια, πρόβλημα στην Ελλάδα –που πολύ συχνά αναφέρεται και από τους πολιτικούς– είναι η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα. Βασική προϋπόθεση όμως για να υπάρξουν είναι η παραγωγή. Στο ερώτημα, λοιπόν, τι παράγεται σε αυτή τη χώρα, η ομόφωνη απάντηση που αβίαστα προκύπτει είναι σχεδόν τίποτα. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα δεν παράγονται ούτε βιομηχανικά προϊόντα ούτε έχουμε τεχνολογικά επιτεύγματα, ενώ καταφέραμε να μηδενίσουμε τη βιοτεχνία και με τις μεθόδους και την αμέριστη βοήθεια της ΕΕ, νεκρώσαμε και τη γεωργική παραγωγή, αφού οι αγρότες περιμένουν να ζήσουν από τις επιδοτήσεις και όχι από τις πωλήσεις και τις εξαγωγές των προϊόντων.

Σήμερα, ενώ το ζητούμενο είναι η παραγωγή, έστω και αγροτική, στο βωμό του εύκολου κέρδους κάποιοι προσπαθούν να πείσουν την πλειονότητα των αγροτών ότι μπορούν, αντί να παράγουν γεωργικά προϊόντα με κόπο και ιδρώτα, εύκολα να έχουν ένα σίγουρο εισόδημα παράγοντας ρεύμα για τη ΔΕΗ μέσω φωτοβολταϊκών ή αιολικών πάρκων. Εγγυώνται, μάλιστα, σίγουρο εισόδημα για 25 χρόνια, αφού η ΔΕΗ θα αγοράζει το ρεύμα στην τιμή των 55 λεπτών την κιλοβατώρα (0,55 ευρώ/KWH), ενώ προς τον καταναλωτή το χρεώνει κατά 0,17 ευρώ/KWH.

Στο παιχνίδι και οι τράπεζες


Για μεγαλύτερη άγρα πελατών, οι εταιρείες έχουν βάλει στο παιχνίδι και τις τράπεζες που προσφέρουν απλόχερα χρηματοδότηση, δηλαδή ένα ακόμα δάνειο που θα αποπληρωθεί σε 5 έως 7 χρόνια, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους. Ωστόσο μια εμπεριστατωμένη έρευνα αγοράς δείχνει ότι ελάχιστες εταιρείες επιμένουν ότι η τιμή που θα αγοράζει η ΔΕΗ το ρεύμα από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα είναι για 25 χρόνια 0,55 ευρώ. Αντίθετα, στέλεχος μεγάλης εταιρείας, μιλώντας στα «Επίκαιρα», παραδέχτηκε ότι στο μέλλον σταδιακά η τιμή θα μειωθεί, αρχίζοντας από το 2012, όπου θα κατέλθει στο 0,52 ευρώ και στη συνέχεια στο 0,49 ευρώ.

Και φυσικά ακούγεται απόλυτα λογικό, αφού η ΔΕΗ, μπροστά στο ενδιαφέρον και τη ζήτηση μάλιστα που έχει δημιουργηθεί, δεν θα μπορεί επί μακρόν να χρηματοδοτεί-επιδοτεί αυτές τις μορφές ενέργειας από τη στιγμή που η ίδια τιμολογεί προς 0,17 ευρώ την κιλοβατώρα. Να σημειωθεί ότι το ίδιο έχει ήδη συμβεί στην Ισπανία όπου κι εκεί η κυβέρνηση και η εταιρεία ηλεκτρισμού αγόραζε ρεύμα από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας υψηλότερα από ό,τι πουλούσε.

Όμως πρόσφατα μείωσε την «εγγυημένη» τιμή κατά 40% από τους μεγάλους παραγωγούς και κατά 20% από τους ιδιώτες παραγωγούς. Αυτή τη στιγμή μάλιστα, όπως καταγγέλλουν συνδικάτα και καταναλωτές, η ισπανική κυβέρνηση, λόγω και των εκεί εθνικών οικονομικών προβλημάτων, ετοιμάζεται να προχωρήσει και σε νέα μείωση της «εγγυημένης» τιμής κατά 30%.

Αν λοιπόν το παράδειγμα της Ισπανίας επαναληφθεί και στη χώρα μας –που όλα αυτό δείχνουν–, τότε το υποσχόμενο κέρδος όχι μόνο δεν θα επιβεβαιωθεί, αλλά θα είναι και μηδενικό. Το μέγιστό όμως κακό για την εθνική οικονομία είναι η εξαφάνιση της παραγωγικής διαδικασίας στο γεωργικό και αγροτικό τομέα που θα μπορούσε να είναι μια στερεή, πλουτοπαραγωγική πηγή για τη χώρα, χωρίς να χρειάζεται να εισάγουμε οτιδήποτε καταναλώνουμε στην τροφική αλυσίδα