Γράφει ο Αντώνης Πανούτσος
Η κρίση έκανε τους Ελληνες πολίτες να καταλάβουν κάτι που οι πολιτικοί κρατούσαν ως επτασφράγιστο μυστικό: κάθε αύξηση που δίνεται στο Δημόσιο την πληρώνουν οι ίδιοι...
Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, αλλά και από την εποχή της δικτατορίας, με τη διαγραφή των αγροτικών χρεών, είχε περάσει στον κόσμο η εντύπωση του κράτους-μαχαραγιά.
Ενός κράτους με υπόγεια θησαυροφυλάκια γεμάτα χρυσάφι και διαμάντια που για να δώσει λεφτά το μόνο που χρειάζεται είναι να θέλει. Εκτός από αυτούς που το έπαιζαν ψαγμένοι, που είχαν ένα άλλο επιχείρημα: «Αφού θα τα φάνε που θα τα φάνε. Και από το να τα φάνε καλύτερα να τα δώσουν». Ετσι, δεν τα έτρωγαν «αυτοί», αλλά οι «άλλοι».
Για την ακρίβεια, τα τρώγανε και οι δύο.
Οι πολιτικοί ψήφιζαν αυξήσεις στους μισθούς τους και βόλευαν τις οικογένειές τους στη Βουλή και το Δημόσιο που, όπως λένε και οι δικαστές, πρέπει να πληρώνεται καλά για να επιτελεί απερίσπαστο το έργο του. Ο ιδιωτικός τομέας δεν είχε λόγο να διαμαρτυρηθεί. Και οι φόροι του ήταν χαμηλοί και το φακελάκι και η ατρύπητη απόδειξη πήγαιναν σύννεφο. Με έναν μικρό κόπο της στατιστικής υπηρεσίας όταν δήλωνε τα οικονομικά στοιχεία στους εταίρους, με μια ελάχιστη ανησυχία κάθε φορά που το επιτόκιο ανέβαινε, η Ελλάδα πήγαινε μια χαρά. Μέχρι που σταμάτησαν να μας δανείζουν.
Στην αρχή η Ελλάδα το γύρισε στο «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω».
Δεν είχε παρά να σταματήσει να πληρώνει τα χρωστούμενα, και με αυτά που έβγαζε θα τα περνούσε ζάχαρη. Σε μια χώρα που εισάγει πενταπλάσια απ’ όσα εξάγει, ακόμα και οι συνιστώσες μάζεψαν τη θεωρία του «δεν πληρώνω γρήγορα». Μετά η Ελλάδα θα σωνόταν από το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, το ουράνιο και τις μετοχές της Τράπεζας της Ανατολής.
Οι εξωτικές λύσεις γρήγορα τελείωσαν. Και η Ελλάδα έπρεπε να αντιμετωπίσει την πικρή αλήθεια. Χωρίς δανεικά, για να δώσει το κράτος λεφτά σε κάποιον θα πρέπει να τα πάρει από κάποιον άλλον.
Για να συνεχίζουν να παίρνουν τους παλιούς μισθούς τους οι ένστολοι, οι δικαστές, η κυβέρνηση πρέπει είτε να δανείζεται, αλλά αυτό το κόλπο τελείωσε, είτε να μειώσει άλλα έξοδα του Δημοσίου, είτε να πάρει τα λεφτά με έμμεσους φόρους, όπως το χαράτσι, είτε με φορολόγηση του ιδιωτικού τομέα.
Δεν είναι συμπτωματικό ότι το πέρασμα στη δραχμή το στηρίζουν τα κόμματα του Δημοσίου.
Με μια πληθωριστική δραχμή το θέμα δεν θα είναι αν ο εργαζόμενος παίρνει αύξηση, αλλά πότε θα την παίρνει. Το Δημόσιο θα πετύχει οι μισθοί να μπουν σε αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, ενώ ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να περιμένει την αύξηση, με τη δραχμή στον χρόνο που μεσολαβεί να έχει χάσει σε αγοραστική δύναμη.
Κοινωνία χωρίς Δημόσιο δεν μπορεί να υπάρχει. Αλλά το λάθος να δημιουργηθεί ένα διογκωμένο τερατούργημα, που να ψηφίζει τους μισθούς του και να κρατάει μια χώρα όμηρο, δεν μπορεί να επαναληφθεί.
Το Σύνταγμα
Κάποια στιγμή το Σύνταγμα έγινε συλλογική σύμβαση του Δημοσίου και κανένας δεν το πήρε είδηση. Δεν μπορεί ο συνδικαλιστικός εκπρόσωπος οποιουδήποτε κλάδου του Δημοσίου, όταν νιώθει ότι του κόβουν τον μισθό, το επίδομα ή του ζητούν να απολυθούν οι επίορκοι, να πετάγεται σαν νέος Μακρυγιάννης και να φωνάζει: «Αυτό είναι αντισυνταγματικό». Πιθανόν και να είναι. Αλλά, αν είναι, ας αλλάξουμε Σύνταγμα.
Οι δικαστές
Εκτός αν οι βασικές ελευθερίες του Ελληνα έχουν σχέση με τις αμοιβές των δικαστικών. Οι οποίοι, σύμφωνα με επιστολή της 23/7/12 του α’ αντιπρόεδρου εισαγγελέων, πρόεδρου Πρωτοδικών Χριστόφορου Σεβαστίδη, αναφέρουν: «Το σύνολο των μηνιαίων εισοδημάτων κυμαίνεται στον πρώτο βαθμό από 2.000 μέχρι 2.900 ευρώ (βασικός μισθός και κάθε είδους επιδόματα) από τα οποία πρέπει ο δικαστής να ζει, να τρέφεται και να ενημερώνεται νομικά στις συνεχείς αποσπάσεις του εκτός έδρας». Ενώ ο πρόεδρος της Ενωσης των Διοικητικών Δικαστών Γιώργος Φαλτσέτος να κατεβάζει την Πέμπτη τον πήχη λέγοντας: «Αν εφαρμοστούν οι νέες περικοπές, τότε ένας πάρεδρος θα παίρνει περίπου 1.000 ευρώ και ένας πρωτοδίκης 1.800. Δεν είναι πλέον μόνο θέμα αξιοπρέπειας, αλλά και επιβίωσης. Σκεφτείτε έναν δικαστή ο οποίος, αντί να ακούει τους διαδίκους, να σκέφτεται πώς θα πληρώσει το δάνειό του», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η επιβίωση
Στη σημερινή κατάσταση της οικονομίας, έστω και εκτός έδρας, μπορεί να λέει κάποιος ότι έχει πρόβλημα επιβίωσης με 1.800 ευρώ; Δηλαδή οι αστυνομικοί, οι λιμενικοί που υπηρετούν εκτός έδρας με πολύ λιγότερα από 1.800 ευρώ τι θα έπρεπε να λένε; Δεύτερον, αν οι δικαστικοί χρειάζονται 1.800 ευρώ για να νιώσουν αξιοπρεπείς, οι εργαζόμενοι των 700 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα είναι αναξιοπρεπείς. Τρίτον, αν οι δικαστές χρειάζονται 1.800+ ευρώ για να μη σκέφτονται το δάνειο που πήραν και να ακούν τους διαδίκους, ο χειρουργός θα έπρεπε να παίρνει περισσότερα για να μη σκέφτεται το δικό του δάνειο την ώρα που κόβει. Και μην πάμε στο επιχείρημα «καλά, να πάρουνε και αυτοί». Οι ξένοι δεν δανείζουν και ο ιδιωτικός τομέας δεν αντέχει να τους πληρώνει άλλο, από τους δικαστικούς μέχρι τους υπαλλήλους της Βουλής.